- σαλεπιτζήδικο
- το, Ν1. κατάστημα όπου πωλείται το σαλέπι2. φρ. «τό 'κανες σαλεπιτζήδικο» — προκάλεσες αναστάτωση με την συμπεριφορά σου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαλεπιτζήδ- τού πληθ. σαλεπιτζήδες τού σαλεπιτζής + κατάλ. -ικο (πρβλ. παλιατζήδ-ικο)].
Dictionary of Greek. 2013.